συνδεδιωγμένον

συνδεδιωγμένον
συνδιώκω
chase away together
perf part mp masc acc sg
συνδιώκω
chase away together
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδιώκω — Α 1. καταδιώκω κάποιον μαζί με άλλον, βοηθώ και εγώ στην καταδίωξη κάποιου 2. κατηγορώ κάποιον από κοινού με άλλον 3. παθ. συνδιώκομαι α) συμπιέζομαι, στρυμώχνομαι β) πιέζομαι («ἂν μὴ σφόδρα ὑπό τινος ἀνάγκης συνδιωκώμεθα», Λογγίν.) γ) κυριεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”